Παρασκευή 25 Μαΐου 2007

H σιωπη του μηχανικου και το πρωτοκολλο του συνεργειου.




Σημερα πηγα το μηχανακι σε ενα συνεργειο.
Μεσα ο μηχανικος, με την μπλεβρωμικη φορμα του ηταν καθισμενος
και σκαλιζε ενα vmax.
Η συνομιλια με ενα μηχανικο στο μαγαζι του εχει πολλες ιδιαιτεροτητες.
Εγω καθως εχω παλια μηχανη και συχρωτιζομαι συχνα μηχανικους
εχω κατανοησει το πρωτοκολλο του συνεργειου, για καποιον αρχαριο βεβαια, ισως ειναι δυσκολο και εκνευριστικο.
Στην αρχη δε μιλας καθολου... Αυτος ξερει οτι μπηκες μεσα, σου ριχνει μια
αμυδρη ματια αλλα παριστανει οτι δεν καταλαβε οτι μπηκε καποιος.
Σκουπιζει λιγο τον ιδρωτα του με το μαυρισμενο τριχωτο του βραχιωνα
και συνεχιζει να σκαλιζει τη μηχανη.
"Τι εγινε" Λεω εγω.
Αυτος δε μιλαει. Φυσικα δεν περιμενεις να μιλησει...
Περιμενεις 5 λεπτα. Χαζευεις κατι εξατμισεις, κατι λυμενα ψευδο-εντουρο.
Υστερα περιπου στο 10 λεπτο γυρναει και σε κοιταει λιγο υποτιμητικα και χαιρεταει κουνοντας ελαφρα το κεφαλι. Εσυ παλι δε πρεπει να μιλησεις.
Μετα απο λιγο, συνηθως το πολυ σε ενα λεπτο, σηκωνεται σκουπιζει δηθεν τα χερια του
με ενα στυππειον.
"Τι εγινε;" Ρωταει.
"Καλα να εφερα τη μηχανη, κατι γινεται και μπερδευει."
"Οκ αστην και περνα αυριο το απογευματακι."
Βγαζεις το κλειδι απο το μπρελοκ το κρεμας σ ενα ενα καρφι στο πινακακι που εχει εκει στο τοιχο διπλα σε ενα μεσοφυλλο του πλει μπου και αποχωρεις.

Πέμπτη 24 Μαΐου 2007

Ως σαν Κιναιδος



Στα τελη της δεκαετια του 80 θυμαμαι. Τοτε που ο κοσμος πηγαινε στις ταβερνες.
Πηγαιναμε κι εμεις. Ο μπαμπας, η μαμα , εγω και ο αδερφος μου.
Ειχανε τοτε οι γονεις μου ενα μαγαζι με ρουχα. Το βραδυ πριν κλεισουμε, ερχοταν οι εμποροι να πληρωθουνε και βγαιναμε ολοι μαζι. Ποτε ποτε ερχοταν και κανενας γειτονας και μαζευομασταν καμια 7-8 ατομα.
Υπηρχε ενα χρονικο σημειο, ακριβως με την τελευταια μπουκια μου, οταν αρχιζαν οι μεγαλοι να αναβουν τσιγαρο, που το γκαρσονι ερχοταν και μαζευε τα πιατα ρωτωντας αν θελουμε να κερασει γλυκακι, που με επιανε μια ελαφρα νυστα και που τα κιτρινα κλειδια της ζωης ηταν πανω απο 4 οπου ο πατερας αρχιζε να λεει ιστοριες.
Η πιο χαρακτηριστικη ηταν με ενα φιλο του που τον ονομαζαν "το ξαδερφι".
Το ξαδερφι λοιπον λατρης της καθαρευουσας οποτε εφτανε στο πατρικο του, ρωτουσε τη μανα του.
"Μανα τι εχεις μαγειρεψει σημερα; Πειναω ως σαν κιναιδος."
Του απαντουσε κι αυτη η κακομοιρα το μενου της ημερας, χωρις να αντιλαμβανεται τι της λεει.
Το ξαδερφι ειχε και μια αδερφη, η οποια ηταν λιγο ασχημουλα, λιγο εσωστρεφης λιγο καπως, δυσκολευοντας τους γαμπρους να την πλησιασουν. Με τα πολλα της προξενεψαν εναν πατερ. Νεος, ανυμφευτος , ανθρωπος του θεου, σταθερη δουλεια.
Πηγε λοιπον σπιτι τους για μεσημεριανο και να γνωρισει την κοπελα.
Καθιμενοι στο τραπεζι, η μανα, η αδερφη, το ξαδερφι (ο πατερας ειχε πεθανει)
και ο παπας. Λεει ο πατερ στην αδελφη.
"Καταπληκτικο το γευμα δεσποινις Ελπιδα."
"Ευχαριστω, απαντα εκεινη με χαμηλο βλεμμα."
"Εσεις τα μαγειρεψατε ολα;"
"Ναι, και... με μια βοηθεια της μαμας"
"Πραγματικα, πεντανοστιμα και ειχα και μια ορεξη..."
Παιρνει θαρρος και η μανα, θελει να δειξει οτι ειναι και μορφομενη, λεει,
"Πατερ πρεπει να πεινουσατε ως σαν κιναιδος;"
Σαστισε ο ιερεας, δαγκωθηκε το ξαδερφι.
Καπου εκει με επαιρνε κι εμενα ο υπνος. Ποτε δεν εμαθα αν ευοδωσε το προξενιο και παντα ξεχνουσα να ρωτησω την αλλη μερα.