Κυριακή 29 Ιουνίου 2008

Μενω σε μια μονοκατοικια βαρετη. Βαρετη σαν χιλιοπαιγμενο αρπιτζι.
Ενα πνευμα που μενει μεσα με ρωταει γιατι ειναι βαρετη
και του απαντω αυτο ακριβως.

Χωρις να κανω ερωτησεις, το πνευμα ξερει.

τελως παντων, δε θελω να μιλησω για μενα και τα πνευματα του σπιτιου.

Λοιπον, εχω εξω στην αυλη κατι δεντρα.

Στη ζωη μου, οπως ολοι στη ζωη τους, πηρα στα χερια μου οπως ολοι στα χερια τους
πολλους σπορους.

Και για καποιο ηλιθιο λογο, θεωρησα οτι πρεπει να φυτεψω, να προστατευσω και να μεγαλωσω τα δυνατοτερα δεντρα.

Αυτες ξερετε ειναι επιλογες ζωης.

Απο το πισω παραθυρο βλεπω αυτα τα δυνατα δεντρα.

Εχουν μεγαλωσει. Γερα κλαδια, παχιά σκια κι εγω δυνατος.

Που θελω να καταλήξω,

Τα δυνατα δεντρα ειναι για δυνατους ανθρωπους,
γιατι αν βγω στο κηπο αδυναμος...

Πες ρε παιδι μου ο,τι κατι μου ετυχε στη δουλεια,
κατι οτιδηποτε στη καθημερινοτητα μου με εριξε.

Αυτα τα δυνατα δεντρα με τσαλαπατανε.
Υψώνονται , δυναμώνουν τις ενώσεις τους , αφηνουν το ανεμο να περνα με δυναμη απο τις φυλλωσιες τους και με τυραννάν.


Οταν διαλεγεις δυνατα δεντρα στο κηπο, περνεις και την αντιστοιχη απ-ελπιδα.

Και τωρα θα σας αποκαλυψω τι ειναι το καθε τι.

Ο κηπος ειναι το καλαμακι.

Το δεντρο ειναι η κοντινοτητα.

Ο ανεμος ειναι ενα σημαδακι πανω στην οθονη.

Α ξεχασα! Τα δεντρα μου ειναι αλμπινο και τραγουδανε σε αγνωστες γλωσσες.

Επισης πριν γινουν ολα αυτα εχω στο τραπεζακι του σαλονιου μια μανωλια.

Πως λενε στις ξενες σειρες...

μη με πατροναρεις.

Ακομα δεν εχουμε ξεπερασει καν το φοβο οτι θα αντιμετωπισουμε φοβους.

Ειμαστε φλωροι.

Μη πετας το σωμα σου στα σκουπιδια γιατι το πρωι θα απλωσεις το χερι σου να το αναζητησεις.

Μη πετας το νου σου στο βουρκο γιατι το βραδυ θα κοιταξεις στο καθρευτη και θα δεις χιλιαδες δαιμονια που θελουν χιλιαδες προσευχες για να φυγουν.
Και ποιος εχει χρονο για τοσες προσευχες.


Αν ειναι να σωσω κατι
ας ειναι η ομορφια μου.

Παρασκευή 6 Ιουνίου 2008

Το Βαζο που ενω εχει μεσα του ενα στικακι πεφτει στο πλαστικο τραπεζι.


Ειμαι στο μπαλκονι. Δεν ειμαι πολυ κοντα του. Μαλλον δεν ειμαι οσο κοντα του θα ηθελα να ειμαι ή στην συγκεκριμενη περιπτωση θα χρειαζοταν να ειμαι για να γινουν τα πραγματα ευδιακριτα. Καθομαι σε μια καρελα απεναντι του γυρω στα δυο μετρα μακρια.

Ειναι ενα βαζο. Ενα λεπτο γυαλινο βαζο , αλυκο κοκκινο, ευαισθητο, ευάλωτο χωρις περιττά σχεδια με απαλο τετραγωνισμένο κυλινδρικο σχημα. Δεν ειναι αδειο (ισως αν ηταν αδειο τα πραγματα να ηταν παρα πολυ απλα) αλλα εχει μεσα του ενα ινδικο αρωματικο στικακι που δε ξερω πραγματικα πως βρεθηκε εκει.

Κοιταω το ρολοι αναμεσα στις κουρτινες, τρεις και ενα λεπτο. Το φως απο το μπαλκονι ειναι σβηστο αλλα φωτιζομαι απο το φως του δωματιου, ενα κιτρινο κουραστικο φως.

Στον ουρανο αχνοφαινονται τα συννεφα μεσα στο σκοταδι. Οι φωνες απο δυο-τρία νυχτοπουλια φτανουν μεχρι τον τεταρτο οροφο υπενθυμιζοντας μου οτι ειναι καλοκαιρι. Το βαζο επεσε. Εκανε ενα ελαχιστο γδουπο πανω στο πλαστικο τραπεζι. Το ρολοι εγραφε τρεις και δυο λεπτα. Ειναι περιπου ενας μηνας τωρα που καθε βραδυ την ιδια ωρα πεφτει το βαζο. Μερικες φορες δεν ημουν σπιτι για να το ακουσω ή να το δω αλλα οταν γυρνουσα ηταν πεσμενο παντα με τον ιδιο τροπο.

Δεν ειχε καθολου αερα σημερα. Ηταν μια γαληνια νυχτα.

Γενικα δε βρισκω μια ικανοποιητικη αιτια για αυτο που συμβαινει. Σημερα δε το προσεχα και πολυ αλλα αλλες φορες που το παρατηρω φαινεται σα κατι απολυτα φυσιολογικο. Σα να μη μπορει να γινει τιποτε αλλο απο το να γερνει και να πεφτει.

Δε θελω να το μετακινησω, απλα το σηκωνω ορθιο, καθε φορα στην ιδια θεση και περιμενω.